φιλοῦσι

φιλοῦσι
φιλέω
love
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)
φιλέω
love
pres ind act 3rd pl (attic epic doric)
φιλόω
pres part act masc/neut dat pl (attic ionic)
φιλόω
pres ind act 3rd pl (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλοῦσ' — φιλοῦσα , φιλέω love pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) φιλοῦσι , φιλέω love pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) φιλοῦσι , φιλέω love pres ind act 3rd pl (attic epic doric) φιλοῦσαι , φιλέω love pres part act fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis …   Wikipedia

  • επεγγελώ — ἐπεγγελῶ, άω (AM) γελώ για κάτι, κοροϊδεύω, περιπαίζω, εμπαίζω («τοῑς ἐχθροῑσί τοι φιλοῡσι πάντες κειμένοις ἐπαγγελᾱν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγγελώ «εμπαίζω»] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκαθεδρία — η, ΝΜΑ η πρώτη έδρα ή το να κάθεται κανείς ως εξαιρετικά τιμώμενο πρόσωπο στην πρώτη έδρα σε μία δημόσια εκδήλωση («φιλοῡσι δὲ τὴν πρωτοκλίσιαν ἐν τοῑς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῑς συναγωγαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. (καν. δίκ.) η τιμητική… …   Dictionary of Greek

  • συννεύω — ΜΑ [νεύω] 1. μαζεύω προς τα κάτω τα φρύδια, συνοφρυώνομαι (α. «συννενεύκει ὁ λόγος αὐτῷ τὰς ὀφρῡς», Άνν. Κομν. β. «τὰς ὀφρῡς κάτω συννένευκας», Λουκ.) 2. κατευθύνομαι αμοιβαία προς το ίδιο σημείο, συγκλίνω («πάντων πρὸς ἄλληλα τῶν μερῶν… …   Dictionary of Greek

  • τέως — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη και λιμάνι της Ιωνίας στη Λυδία, σύμμαχος των Αθηναίων τον 5o αι. Αποσχίστηκε από την αθηναϊκή συμμαχία εξαιτίας της Σικελικής Εκστρατείας. Είχε ναό του Διονύσου, ιωνικού ρυθμού, που χτίστηκε από τον Ερμογένη το… …   Dictionary of Greek

  • φιλώ — φίλησα, φιλήθηκα, φιλημένος 1. δίνω φίλημα, ασπάζομαι: Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις φίλα το (παροιμ.). 2. το ενεργ. με αλληλοπάθεια όπως το μέσ., φιλιούμαι και φιλιέμαι, αλλάζω φίλημα, δίνω και παίρνω φιλί αμοιβαία: Πιάνονται κι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”